μποτίνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μποτίνι | τα | μποτίνια |
γενική | του | μποτινιού | των | μποτινιών |
αιτιατική | το | μποτίνι | τα | μποτίνια |
κλητική | μποτίνι | μποτίνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μποτίνι < (άμεσο δάνειο) ιταλική bottini, πληθυντικός αριθμός του bottino < παλαιά γαλλικά butin < μέση άνω γερμανική biute
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμποτίνι ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μπότα