Δείτε επίσης: ἐϋκρήπις

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική εὐκρηπίς αἱ εὐκρηπῖδες
      γενική τῆς εὐκρηπῖδος τῶν εὐκρηπίδων
      δοτική τῇ εὐκρηπῖδ ταῖς εὐκρηπῖσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν εὐκρηπῖδ τὰς εὐκρηπῖδᾰς
     κλητική ! εὐκρηπίς* εὐκρηπῖδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εὐκρηπῖδε
γεν-δοτ τοῖν  εὐκρηπίδοιν
Με μακρό γιώτα στο θέμα -ίς -ῖδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «σφραγίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εὐκρηπίς < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εὐκρηπίς, -ῖδος θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία