éristique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | éristique | éristiques |
θηλυκό | éristiquee | éristiquees |
Επίθετο επεξεργασία
éristique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | éristique | éristiques |
θηλυκό | éristiquee | éristiquees |
éristique (fr) αρσενικό ή θηλυκό