Δείτε επίσης: οξυθυμία, ὀξυθυμία, ὀξυθυμίας

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τὰ ὀξυθύμι
      γενική τῶν ὀξυθυμίων
      δοτική τοῖς ὀξυθυμίοις
    αιτιατική τὰ ὀξυθύμι
     κλητική ! ὀξυθύμι
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὀξυθύμια < ὀξύθυμος + -ίον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὀξῠθῡ́μια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  Πηγές επεξεργασία