Επίθετο

επεξεργασία

irritable (en)



      ενικός         πληθυντικός  
irritable irritables

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.ʁi.tabl/

  Επίθετο

επεξεργασία

irritable (fr) αρσενικό ή θηλυκό