Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διάταξῐς αἱ διατάξεις
      γενική τῆς διατάξεως τῶν διατάξεων
      δοτική τῇ διατάξει ταῖς διατάξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διάταξῐν τὰς διατάξεις
     κλητική ! διάταξῐ διατάξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διατάξει
γεν-δοτ τοῖν  διαταξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διάταξις < διατάσσω, δια- ταγ- + -σις > -ξις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διάταξις, -εως θηλυκό

  1. διευθέτηση, τακτοποίηση
  2. (για στρατεύματα) παράταξη
  3. (ελληνιστική σημασία) διάταξη θεμάτων
     αντώνυμα: ἀντιδιάταξις

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία