διατάξει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδιατάξει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος διατάζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διατάζω
- θα διατάξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διατάζω