ταχτοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ταχτοποίηση | οι | ταχτοποιήσεις |
γενική | της | ταχτοποίησης* | των | ταχτοποιήσεων |
αιτιατική | την | ταχτοποίηση | τις | ταχτοποιήσεις |
κλητική | ταχτοποίηση | ταχτοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ταχτοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαταχτοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα τού ταχτοποιώ
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ταχτοποίηση
|