↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απροχώρητος η απροχώρητη το απροχώρητο
      γενική του απροχώρητου της απροχώρητης του απροχώρητου
    αιτιατική τον απροχώρητο την απροχώρητη το απροχώρητο
     κλητική απροχώρητε απροχώρητη απροχώρητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απροχώρητοι οι απροχώρητες τα απροχώρητα
      γενική των απροχώρητων των απροχώρητων των απροχώρητων
    αιτιατική τους απροχώρητους τις απροχώρητες τα απροχώρητα
     κλητική απροχώρητοι απροχώρητες απροχώρητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απροχώρητος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

απροχώρητος, -η, -ο

  1. αυτός που δεν προχώρησε
  2. αυτός που δεν μπορεί να προχωρήσει

  Μεταφράσεις

επεξεργασία