προκεχωρημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προκεχωρημένος, λανθασμένος σχηματισμός μετοχής παθητικού παρακειμένου με αναδιπλασιασμό από το ρήμα προχωρώ
Μετοχή επεξεργασία
προκεχωρημένος, -η, -ο
- που έχει προχωρήσει εντός μιας περιοχής ή εντός κάποιου πεδίου
- δόγμα της «προκεχωρημένης μάχης» - μάχη που διεξάγεται πριν φτάσει ο εχθρός στα σύνορα
- προκεχωρημένο φυλάκιο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προκεχωρημένος
|