Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προκεχωρημένος η προκεχωρημένη το προκεχωρημένο
      γενική του προκεχωρημένου της προκεχωρημένης του προκεχωρημένου
    αιτιατική τον προκεχωρημένο την προκεχωρημένη το προκεχωρημένο
     κλητική προκεχωρημένε προκεχωρημένη προκεχωρημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προκεχωρημένοι οι προκεχωρημένες τα προκεχωρημένα
      γενική των προκεχωρημένων των προκεχωρημένων των προκεχωρημένων
    αιτιατική τους προκεχωρημένους τις προκεχωρημένες τα προκεχωρημένα
     κλητική προκεχωρημένοι προκεχωρημένες προκεχωρημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προκεχωρημένος, λανθασμένος σχηματισμός μετοχής παθητικού παρακειμένου με αναδιπλασιασμό από το ρήμα προχωρώ

  Μετοχή επεξεργασία

προκεχωρημένος, -η, -ο

  1. που έχει προχωρήσει εντός μιας περιοχής ή εντός κάποιου πεδίου
    δόγμα της «προκεχωρημένης μάχης» - μάχη που διεξάγεται πριν φτάσει ο εχθρός στα σύνορα
    προκεχωρημένο φυλάκιο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία