πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετεξέλιξη οι μετεξελίξεις
      γενική της μετεξέλιξης* των μετεξελίξεων
    αιτιατική τη μετεξέλιξη τις μετεξελίξεις
     κλητική μετεξέλιξη μετεξελίξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μετεξελίξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μετεξέλιξη θηλυκό

Μεταφράσεις

επεξεργασία