μετεξελίσσομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μετεξελίσσομαι < (μετα-) μετ- + εξελίσσομαι, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική redevelop[1]
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαμετεξελίσσομαι, π.αόρ.: μετεξελίχθηκα, μτχ.π.π.: μετεξελιγμένος (αποθετικό ρήμα)
- αλλάζω, εξελίσσομαι προς μια νέα φάση (συνήθως καλύτερη)
Συγγενικά
επεξεργασία- μετεξέλιξη
- και → δείτε τη λέξη εξέλιξη
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μετεξελίσσομαι | μετεξελισσόμουν(α) | θα μετεξελίσσομαι | να μετεξελίσσομαι | ||
β' ενικ. | μετεξελίσσεσαι | μετεξελισσόσουν(α) | θα μετεξελίσσεσαι | να μετεξελίσσεσαι | ||
γ' ενικ. | μετεξελίσσεται | μετεξελισσόταν(ε) | θα μετεξελίσσεται | να μετεξελίσσεται | ||
α' πληθ. | μετεξελισσόμαστε | μετεξελισσόμαστε μετεξελισσόμασταν |
θα μετεξελισσόμαστε | να μετεξελισσόμαστε | ||
β' πληθ. | μετεξελίσσεστε | μετεξελισσόσαστε μετεξελισσόσασταν |
θα μετεξελίσσεστε | να μετεξελίσσεστε | μετεξελίσσεστε | |
γ' πληθ. | μετεξελίσσονται | μετεξελίσσονταν μετεξελισσόντουσαν |
θα μετεξελίσσονται | να μετεξελίσσονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μετεξελίχθηκα | θα μετεξελιχθώ | να μετεξελιχθώ | μετεξελιχθεί | ||
β' ενικ. | μετεξελίχθηκες | θα μετεξελιχθείς | να μετεξελιχθείς | μετεξελίξου | ||
γ' ενικ. | μετεξελίχθηκε | θα μετεξελιχθεί | να μετεξελιχθεί | |||
α' πληθ. | μετεξελιχθήκαμε | θα μετεξελιχθούμε | να μετεξελιχθούμε | |||
β' πληθ. | μετεξελιχθήκατε | θα μετεξελιχθείτε | να μετεξελιχθείτε | μετεξελιχθείτε | ||
γ' πληθ. | μετεξελίχθηκαν μετεξελιχθήκαν(ε) |
θα μετεξελιχθούν(ε) | να μετεξελιχθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω μετεξελιχθεί | είχα μετεξελιχθεί | θα έχω μετεξελιχθεί | να έχω μετεξελιχθεί | μετεξελιγμένος | |
β' ενικ. | έχεις μετεξελιχθεί | είχες μετεξελιχθεί | θα έχεις μετεξελιχθεί | να έχεις μετεξελιχθεί | ||
γ' ενικ. | έχει μετεξελιχθεί | είχε μετεξελιχθεί | θα έχει μετεξελιχθεί | να έχει μετεξελιχθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε μετεξελιχθεί | είχαμε μετεξελιχθεί | θα έχουμε μετεξελιχθεί | να έχουμε μετεξελιχθεί | ||
β' πληθ. | έχετε μετεξελιχθεί | είχατε μετεξελιχθεί | θα έχετε μετεξελιχθεί | να έχετε μετεξελιχθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν μετεξελιχθεί | είχαν μετεξελιχθεί | θα έχουν μετεξελιχθεί | να έχουν μετεξελιχθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι μετεξελιγμένος - είμαστε, είστε, είναι μετεξελιγμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν μετεξελιγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν μετεξελιγμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι μετεξελιγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι μετεξελιγμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι μετεξελιγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι μετεξελιγμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ μετεξελίσσομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας