↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μετεξελιγμένος η μετεξελιγμένη το μετεξελιγμένο
      γενική του μετεξελιγμένου της μετεξελιγμένης του μετεξελιγμένου
    αιτιατική τον μετεξελιγμένο τη μετεξελιγμένη το μετεξελιγμένο
     κλητική μετεξελιγμένε μετεξελιγμένη μετεξελιγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μετεξελιγμένοι οι μετεξελιγμένες τα μετεξελιγμένα
      γενική των μετεξελιγμένων των μετεξελιγμένων των μετεξελιγμένων
    αιτιατική τους μετεξελιγμένους τις μετεξελιγμένες τα μετεξελιγμένα
     κλητική μετεξελιγμένοι μετεξελιγμένες μετεξελιγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μετεξελιγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μετεξελίσσομαι

μετεξελιγμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία