Δείτε επίσης: Μεταμόρφωση
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεταμόρφωση οι μεταμορφώσεις
      γενική της μεταμόρφωσης* των μεταμορφώσεων
    αιτιατική τη μεταμόρφωση τις μεταμορφώσεις
     κλητική μεταμόρφωση μεταμορφώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταμορφώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /me.taˈmoɾ.fo.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μεταμόρφωση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μεταμόρφωση θηλυκό

  1. (βιολογία) η μεταβολή της φυσικής κατάστασης ενός φυτού ή ζώου
  2. (γεωλογία) η διαδικασία μετατροπής ενός πετρώματος μαγματικής ή ιζηματογενούς προέλευσης σε άλλο, νέο πέτρωμα σχεδόν ίδιας σύστασης αλλά διαφορετικής υφής.
  3. τοπωνύμιο (Μεταμόρφωση)

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία