evoluo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | evoluo | evoluoj |
αιτιατική | evoluon | evoluojn |
evoluo (eo)
- η εξέλιξη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | evoluo | evoluoj |
αιτιατική | evoluon | evoluojn |
evoluo (eo)