μετασχηματισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μετασχηματισμός < μετά + σχηματισμός
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμετασχηματισμός αρσενικό
- αλλαγή του σχήματος
- (μαθηματικά) τύπος υπολογισμού ενός μαθηματικού αντικειμένου, όταν αλλάζει το σύστημα αναφοράς, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο μετράται
Μεταφράσεις
επεξεργασία μετασχηματισμός
|