mito
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
mito (eo)
- ο μύθος
Ιταλικά (it) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
mito | miti |
Ετυμολογία επεξεργασία
- mito < αρχαία ελληνική μύθος
Ουσιαστικό επεξεργασία
mito (it)
- ο μύθος
mito (eo)
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
mito | miti |
mito (it)