Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απόφθεγμα
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικές λέξεις
1.2.2
Συνώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
απόφθεγμα
τα
αποφθέγμα
τ
α
γενική
του
αποφθέγμα
τ
ος
των
αποφθεγμά
τ
ων
αιτιατική
το
απόφθεγμα
τα
αποφθέγμα
τ
α
κλητική
απόφθεγμα
αποφθέγμα
τ
α
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
Επεξεργασία
απόφθεγμα
<
ἀπόφθεγμα
<
ἀποφθέγγομαι
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
απόφθεγμα
ουδέτερο
σύντομη παρατήρηση για μια γενική αλήθεια, τρόπο συμπεριφοράς ή βασική αρχή
γνωμικό
Συγγενικές λέξεις
Επεξεργασία
αποφθεγματικά
αποφθεγματικός
Συνώνυμα
Επεξεργασία
αφορισμός
γνωμικό
λόγιο
ρητό
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
απόφθεγμα
→
δείτε
τη λέξη
ρητό
αγγλικά
:
γνωμικό, φράση, ρητό γενικής αλήθειας
:
adage
(en)
,
κειμενικό ή προφορικό σπάραγμα
:
quote
(en)
ισπανικά
:
apotegma
(es)
,
sentencia
(es)
,
adagio
(es)