Δείτε επίσης: ἀπόφθεγμα, επίφθεγμα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απόφθεγμα τα αποφθέγματα
      γενική του αποφθέγματος των αποφθεγμάτων
    αιτιατική το απόφθεγμα τα αποφθέγματα
     κλητική απόφθεγμα αποφθέγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απόφθεγμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπόφθεγμα < ἀποφθέγγομαι → δείτε 

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈpo.fθeɣ.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πό‐φθεγ‐μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απόφθεγμα ουδέτερο

  1. σύντομη παρατήρηση για μια γενική αλήθεια, τρόπο συμπεριφοράς ή βασική αρχή
  2. γνωμικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία