απόφθεγμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απόφθεγμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπόφθεγμα < ἀποφθέγγομαι → δείτε
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈpo.fθeɣ.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πό‐φθεγ‐μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
απόφθεγμα ουδέτερο
- σύντομη παρατήρηση για μια γενική αλήθεια, τρόπο συμπεριφοράς ή βασική αρχή
- γνωμικό
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- αποφθεγματικά
- αποφθεγματικός
- → δείτε τις λέξεις αποφθέγγομαι, φθέγγομαι και φθόγγος