εκμυστηρεύομαι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εκμυστηρεύομαι < ξεμυστηρεύομαι < μυστήριο
ΡήμαΕπεξεργασία
εκμυστηρεύομαι (αποθετικό)
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ανεκμυστήρευτα
- ανεκμυστήρευτος
- εκμυστηρευμένος
- εκμυστήρευση
- εκμυστηρευτικός
- → δείτε τις λέξεις μυστήριο και μύστης
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
εκμυστηρεύομαι