Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκμυστηρευμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Αντώνυμα
1.1.2
Συγγενικά
1.1.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εκμυστηρευμέν
ος
η
εκμυστηρευμέν
η
το
εκμυστηρευμέν
ο
γενική
του
εκμυστηρευμέν
ου
της
εκμυστηρευμέν
ης
του
εκμυστηρευμέν
ου
αιτιατική
τον
εκμυστηρευμέν
ο
την
εκμυστηρευμέν
η
το
εκμυστηρευμέν
ο
κλητική
εκμυστηρευμέν
ε
εκμυστηρευμέν
η
εκμυστηρευμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εκμυστηρευμέν
οι
οι
εκμυστηρευμέν
ες
τα
εκμυστηρευμέν
α
γενική
των
εκμυστηρευμέν
ων
των
εκμυστηρευμέν
ων
των
εκμυστηρευμέν
ων
αιτιατική
τους
εκμυστηρευμέν
ους
τις
εκμυστηρευμέν
ες
τα
εκμυστηρευμέν
α
κλητική
εκμυστηρευμέν
οι
εκμυστηρευμέν
ες
εκμυστηρευμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
εκμυστηρευμένος -η -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
εκμυστηρεύομαι
Αντώνυμα
επεξεργασία
ανεκμυστήρευτος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
εκμυστηρεύομαι
και
μυστήριο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκμυστηρευμένος
αγγλικά
:
confided
(en)
,
confessed
(en)