Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκμυστηρευμένος η εκμυστηρευμένη το εκμυστηρευμένο
      γενική του εκμυστηρευμένου της εκμυστηρευμένης του εκμυστηρευμένου
    αιτιατική τον εκμυστηρευμένο την εκμυστηρευμένη το εκμυστηρευμένο
     κλητική εκμυστηρευμένε εκμυστηρευμένη εκμυστηρευμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκμυστηρευμένοι οι εκμυστηρευμένες τα εκμυστηρευμένα
      γενική των εκμυστηρευμένων των εκμυστηρευμένων των εκμυστηρευμένων
    αιτιατική τους εκμυστηρευμένους τις εκμυστηρευμένες τα εκμυστηρευμένα
     κλητική εκμυστηρευμένοι εκμυστηρευμένες εκμυστηρευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

εκμυστηρευμένος -η -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία