εκμυστηρευμένων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
εκμυστηρευμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του εκμυστηρευμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του εκμυστηρευμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του εκμυστηρευμένος