↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εχεμύθεια οι εχεμύθειες
      γενική της εχεμύθειας των εχεμυθειών
    αιτιατική την εχεμύθεια τις εχεμύθειες
     κλητική εχεμύθεια εχεμύθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εχεμύθεια < (ελληνιστική κοινή) ἐχεμυθία + -εια (το -εια τίθεται λανθασμένα) < ἔχω + μῦθος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εχεμύθεια θηλυκό

  • το να είναι κανείς εχέμυθος, δηλαδή να διαφυλάττει τα μυστικά που του εμπιστεύονται

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία