Ουσιαστικό

επεξεργασία

discretion (en) (μη μετρήσιμο)

  1. η κρίση, διακριτική ικανότητα, διακριτική ευχέρεια
    ⮡  I leave it your discretion.
    Το αφήνω στην κρίση σου.
    ⮡  It is not left to the discretion of the judge to…
    Δεν έχει ο δικαστής την διακριτική ευχέρεια να…
  2. η εχεμύθεια
    ⮡  I am counting on your discretion.
    Στηρίζομαι στην εχεμύθειά σου.
    ⮡  He promised me absolute discretion.
    Μου υποσχέθηκε απόλυτη εχεμύθεια.