εμπιστευτικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαεμπιστευτικά < εμπιστευτικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαεμπιστευτικά
- με την προϋπόθεση ότι κάτι θα μείνει μυστικό
- του μίλησε εμπιστευτικά για την αρρώστια του
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη εμπιστεύομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία εμπιστευτικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαεμπιστευτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εμπιστευτικό