εμπιστευτικώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εμπιστευτικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐμπιστευτικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε εμπιστευτικ(ός) + -ώς.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /em.bi.ste.ftiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐μπι‐στευ‐τι‐κώς
- ομόηχο: εμπιστευτικός
Επίρρημα επεξεργασία
εμπιστευτικώς
- εμπιστευτικά, με κάθε μυστικότητα και εχεμύθεια
Πηγές επεξεργασία
- εμπιστευτικός (& εμπιστευτικώς) - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας