μπιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπιστικός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μπιστικός < ἐμπιστικός (επίθετο: έμπιστος, πιστός) σε νέα σημασία [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπιστικός αρσενικό
- (δημοτική, λαϊκότροπο, παρωχημένο, επάγγελμα) έμμισθος τσοπάνος
- (δημοτική, παλιότερη σημασία) → δείτε τη μεσαιωνική λέξη ἐμπιστικός, μπιστικός
- ※ αν είσαι μπιστικός και αδερφοποιός μου... (από δημοτικό τραγούδι) [2]
- ※ τίνος να πω τον πόνο μου, να με παρηγορήσει
να 'ναι και κείνος μπιστικός να μη με μολογήσει (δημοτικό)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μπιστικός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μπιστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Επίθετο
επεξεργασίαμπιστικός
- άλλη μορφή του ἐμπιστικός
- ※ ⌘ Βιτσέντζος Κορνάρος (1553‑1613/14). Ἐρωτόκριτος (1590‑1610) A, 21-22
- τότες μιά Αγάπη μπιστική στον Κόσμο εφανερώθη,
κ' εγράφτη μέσα στην καρδιά, κι ουδεποτέ τση ελιώθη.
Άλλες γραφές
επεξεργασία- 'μπιστικός