πιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πιστικός | οι | πιστικοί |
γενική | του | πιστικού | των | πιστικών |
αιτιατική | τον | πιστικό | τους | πιστικούς |
κλητική | πιστικέ | πιστικοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πιστικός < → δείτε τη λέξη μπιστικός & ελληνιστική κοινή πιστικός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pi.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πι‐στι‐κός
- ομόηχο: πειστικός
Ουσιαστικό επεξεργασία
πιστικός αρσενικό
- άλλη μορφή του μπιστικός
Μεταφράσεις επεξεργασία
πιστικός
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- πιστικός < → δείτε τη λέξη πίνω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο επεξεργασία
πιστικός, -ή, -όν
- (ελληνιστική κοινή) που μπορείς να το πιεις, που πίνεται
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- πιστικός < αρχαία ελληνική πίστ(ις), πιστ(ός) + -ικός
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: πιστικός, ἐμπιστικός, μπιστικός
Επίθετο επεξεργασία
πιστικός, -ή, -όν
Παράγωγα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- πιστικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πιστικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.