γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική πιστικός πιστική τὸ πιστικόν
      γενική τοῦ πιστικοῦ τῆς πιστικῆς τοῦ πιστικοῦ
      δοτική τῷ πιστικ τῇ πιστικ τῷ πιστικ
    αιτιατική τὸν πιστικόν τὴν πιστικήν τὸ πιστικόν
     κλητική ! πιστικέ πιστική πιστικόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ πιστικοί αἱ πιστικαί τὰ πιστικᾰ́
      γενική τῶν πιστικῶν τῶν πιστικῶν τῶν πιστικῶν
      δοτική τοῖς πιστικοῖς ταῖς πιστικαῖς τοῖς πιστικοῖς
    αιτιατική τοὺς πιστικούς τὰς πιστικᾱ́ς τὰ πιστικᾰ́
     κλητική ! πιστικοί πιστικαί πιστικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πιστικώ τὼ πιστικᾱ́ τὼ πιστικώ
      γεν-δοτ τοῖν πιστικοῖν τοῖν πιστικαῖν τοῖν πιστικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία 1

επεξεργασία
πιστικός <  δείτε τη λέξη πίνω  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

πιστικός, -ή, -όν

Ετυμολογία 1

επεξεργασία