hand in
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | hand in |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hands in |
αόριστος | handed in |
παθητική μετοχή | handed in |
ενεργητική μετοχή | handing in |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαhand in (en)
- παραδίδω, δίνω κάτι σε πρόσωπο με εξουσία, ειδικά ένα έργο ή κάτι που χάνεται
- ⮡ I had time to do a quick edit of my essay before handing it in.
- Είχα χρόνο να κάνω μια γρήγορη διόρθωση στην έκθεσή μου πριν την παραδώσω.
- ⮡ They arrested him and handed him in to the police.
- Τον συνέλαβαν και τον παρέδωσαν στην αστυνομία.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη turn over to
- ⮡ I had time to do a quick edit of my essay before handing it in.