Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χρηματοκιβώτιο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
χρηματοκιβώτι
ο
τα
χρηματοκιβώτι
α
γενική
του
χρηματοκιβωτί
ου
&
χρηματοκιβώτι
ου
των
χρηματοκιβωτί
ων
αιτιατική
το
χρηματοκιβώτι
ο
τα
χρηματοκιβώτι
α
κλητική
χρηματοκιβώτι
ο
χρηματοκιβώτι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
χρηματοκιβώτιο
<
χρηματο-
+
κιβώτιο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χρηματοκιβώτιο
ουδέτερο
κιβώτιο
ή χώρος ασφαλισμένος για την φύλαξη
χρημάτων
ή άλλων πολύτιμων αντικειμένων, εγγράφων κλπ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγγλικά
:
safe
(en)
γαλλικά
:
coffre-fort
(fr)
γερμανικά
:
Geldschrank
(de)
,
Tresor
(de)
γεωργιανά
:
სეიფი
(ka)
(
seipi
)
εσπεράντο
:
monŝranko
(eo)
ιαπωνικά
:
金庫
(ja)
(
kinko
)
ισπανικά
:
caja fuerte
(es)
ιταλικά
:
cassaforte
(it)
κινεζικά
:
保险柜
(zh)
(
bǎoxiǎnguì
) (保險櫃)
κορεατικά
:
금고
(ko)
(
geumgo
) (金庫)
ουγγρικά
:
széf
(hu)
πολωνικά
:
sejf
(pl)
πορτογαλικά
:
cofre
(pt)
ρωσικά
:
сейф
(ru)