Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χρηματοκιβώτιο τα χρηματοκιβώτια
      γενική του χρηματοκιβωτίου
χρηματοκιβώτιου
των χρηματοκιβωτίων
    αιτιατική το χρηματοκιβώτιο τα χρηματοκιβώτια
     κλητική χρηματοκιβώτιο χρηματοκιβώτια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρηματοκιβώτιο < χρηματο- + κιβώτιο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χρηματοκιβώτιο ουδέτερο

  • κιβώτιο ή χώρος ασφαλισμένος για την φύλαξη χρημάτων ή άλλων πολύτιμων αντικειμένων, εγγράφων κλπ

  Μεταφράσεις επεξεργασία