confluence
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
confluence (en)
- συμβολή, συμβολή ποταμών
- Συνώνυμα: meeting of two rivers
- συμβολή, διασταύρωση, διακλάδωση
- Συνώνυμα: meeting point, junction
- συρροή, συγκέντρωση
- (μεταφορικά) συνδυασμός
- Συνώνυμα: combination