Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

confluence (en)

  1. συμβολή, συμβολή ποταμών
    • Συνώνυμα: meeting of two rivers
  2. συμβολή, διασταύρωση, διακλάδωση
  3. συρροή, συγκέντρωση
  4. (μεταφορικά) συνδυασμός