↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συμβεβηκός τα συμβεβηκότα
      γενική του συμβεβηκότος των συμβεβηκότων
    αιτιατική το συμβεβηκός τα συμβεβηκότα
     κλητική συμβεβηκός συμβεβηκότα
Κατηγορία όπως «γεγονός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συμβεβηκός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συμβεβηκός, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής συμβεβηκώς → δείτε συμβαίνω (συμβαίνει)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /siɱ.ve.viˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συμ‐βε‐βη‐κός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συμβεβηκός ουδέτερο

  • (αρχαιοπρεπές, φιλοσοφία) τυχαίο, απρόβλεπτο γεγονός
    ※  Από γαλλική σκοπιά είμαι άνθρωπος από τη φύση μου και Γάλλος κατά ιστορικό συμβεβηκός. Από γερμανική σκοπιά είμαι Γερμανός και άνθρωπος χάρη και μέσα από την γερμανικότητά μου. (Α. Ελεφάντης, Το έθνος του Διαφωτισμού)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συμβεβηκός < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής συμβεβηκώς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συμβεβηκός

  Κλιτικός τύπος μετοχής

επεξεργασία

συμβεβηκός