occur to
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | occur to |
γ΄ ενικό ενεστώτα | occurs to |
αόριστος | occurred to |
παθητική μετοχή | occurred to |
ενεργητική μετοχή | occurring to |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαoccur to (en)
- έρχεται η ιδέα στο νου μου, περνάω η ιδέα, για ιδέα ή σκέψη, κάτι μου έρχεται στο μυαλό
- ⮡ It occurred to me to…
- Μου ήρθε στο νου η ιδέα να…
- ⮡ It never occurred to me that…
- Πότε δεν μου πέρασε η ιδέα ότι…
- ≈ συνώνυμα: come to, cross someone's mind και flash
- ⮡ It occurred to me to…
Πηγές
επεξεργασία- occur to - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 337, 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: έρχομαι, περνώ