ενεστώτας come to
γ΄ ενικό ενεστώτα comes to
αόριστος came to
παθητική μετοχή come to
ενεργητική μετοχή coming to

  Ετυμολογία

επεξεργασία
come to < → δείτε τις λέξεις come και to

come to (en)

  • (χωρίς παθητική φωνή) έρχομαι, περιέρχομαι, περνάω, για ιδέα ή σκέψη, κάτι μου έρχεται στο μυαλό
    ⮡  His name will come to me in a minute.
    Θα μου έρθει το όνομά του σε ένα λεπτό.
    ⮡  It came to my knowledge that…
    Περιήλθε σε γνώση μου ότι…
    ⮡  When this idea came to me…
    Όταν μου πέρασε αυτή η ιδέα…
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη occur to