Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

επέπρωτο < (καθαρεύουσα) ἐπέπρωτο < τρίτο πρόσωπο ενικού του αρχαίου υπερσυντέλικου πέπρωτο (< πορεῖν μόνο το απαρέμφατο ρήματος)[1] + αύξηση ε- κατά τους άλλους υπερσυντέλικους [2]

  Προφορά Επεξεργασία

ΔΦΑ : /eˈpe.pɾo.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πέ‐πρω‐το

  Ρηματικός τύπος Επεξεργασία

επέπρωτο (απρόσωπο ρήμα)

  Αναφορές Επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. επέπρωτο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.