επέπρωτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επέπρωτο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐπέπρωτο < τρίτο πρόσωπο ενικού του αρχαίου υπερσυντέλικου πέπρωτο + αύξηση ε- κατά τους άλλους υπερσυντέλικους [1][2] Περισσότερα στο πέπρωται.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eˈpe.pɾo.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πέ‐πρω‐το
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαεπέπρωτο (απρόσωπο ρήμα)
- (λόγιο) άλλη μορφή του πέπρωτο: γ΄ πρόσωπο ενικού του πέπρωται παρελθοντικού χρόνου (αόριστου, αρχαίου υπερσυντέλικου): ήταν πεπρωμένο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ επέπρωτο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ πέπρωται - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)