Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πέπρωται < τρίτο πρόσωπο ενικού του αρχαίου υπερσυντέλικου πέπρωτο (< αμάρτυρο ρήμα με απαρέμφατο πορεῖν[1] με αόριστο ἔπορον < *πόρω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpe.pɾo.te/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πέ‐πρω‐ται

  Ρήμα επεξεργασία

πέπρωται, πρτ.: πέπρωτο/επέπρωτο ελλειπτικό ρήμα (χωρίς ενεργητική φωνή)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

πέπρωται