Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

πέπρωται < παθητικός παρακείμενος του αρχαίου ρ. πόρω

  ΡήμαΕπεξεργασία

πέπρωται

  • είναι γραφτό

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία