Ετυμολογία

επεξεργασία
future perfect continuous < → δείτε τις λέξεις future, perfect και continuous

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

future perfect continuous (en) (μη μετρήσιμο)

  • (γραμματική) ο συντελεσμένος μέλλοντας διαρκείας, ο χρόνος ρήματος στα αγγλικά που δηλώνει το χρονικό διάστημα που θα έχει διαρκέσει μια πράξη από το παρελθόν μέχρι κάποια στιγμή στο μέλλον. Αντίστοιχο με τον ελληνικό εξακολουθητικό μέλλοντα
    • Στην ενεργητική φωνή, σχηματίζεται περιφραστικά με τα ρήματα will + have + been + ενεργητική μετοχή του ρήματος ή τα ρήματα be (με κλίση) + going to + have + been + ενεργητική μετοχή του ρήματος
      When you arrive, I will have been working since four in the morning./When you arrive, I am going to have been working since four in the morning.
      Όταν φτάσεις, θα δουλεύω από τις τέσσερις το πρωί.
      I will have been there since 7 o’clock./I am going to have been there since 7 o’clock.
      Θα είμαι εκεί από τις 7 η ώρα.
    • Στην παθητική φωνή, σχηματίζεται περιφραστικά με τα ρήματα will + have + been + being + παθητική μετοχή του ρήματος ή τα ρήματα be (με κλίση) + going to + have + been + being + παθητική μετοχή του ρήματος

Υπερώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία