ενικός         πληθυντικός  
perfect tense perfect tenses

  Ετυμολογία

επεξεργασία
perfect tense < → δείτε τις λέξεις perfect και tense
Οι αγγλικοί χρόνοι ρημάτων που αποτελούν τα perfect tenses:

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

perfect tense (en)

  1. (γραμματική) οι χρόνοι ρήματος στα αγγλικά που δηλώσουν μια πράξη ολοκληρώθηκε στο παρελθόν, έχει ολοκληρωθεί στο παρόν, ή θα ολοκληρωθεί στο μέλλον

Δείτε επίσης

επεξεργασία