Ετυμολογία

επεξεργασία
future perfect <  δείτε τις λέξεις future και perfect

Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

future perfect (en) (μη μετρήσιμο)

  • (γραμματική) ο απλός συντελεσμένος μέλλοντας, ο χρόνος ρήματος στα αγγλικά που δηλώνει μια πράξη η οποία θα αρχίσει και θα ολοκληρωθεί στο μέλλον, πριν από κάποια άλλη πράξη. Αντίστοιχο με τον ελληνικό συντελεσμένο μέλλοντα.
    • Στην ενεργητική φωνή, σχηματίζεται περιφραστικά με τα ρήματα will + have + παθητική μετοχή του ρήματος ή τα ρήματα be (με κλίση) + going to + have + παθητική μετοχή του ρήματος
        By the time you come, I will have left./By the time you come, I am going to have left.
      Μέχρι την ώρα που έρθεις, θα έχω φύγει.
    • Στην ενεργητική φωνή, σχηματίζεται περιφραστικά με τα ρήματα will + have + been + παθητική μετοχή του ρήματος ή τα ρήματα be (με κλίση) + going to + have + been + παθητική μετοχή του ρήματος
        When we arrive, the food will have been eaten/is going to have been eaten.
      Όταν φτάσουμε, το φαγητό θα έχει φαγωθεί.

Υπερώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία