παραθετικά
θετικός outward
συγκριτικός more outward
υπερθετικός most outward

  Ετυμολογία

επεξεργασία
outward < out + -ward

  Επίρρημα

επεξεργασία

outward (en)

  • προς τα έξω, μακριά από το κέντρο ή από ένα συγκεκριμένο σημείο
    ⮡  I was swimming outward when it started to rain.
    Κολυμπούσα προς τα έξω όταν ξεκίνησε να βρέχει.
     συνώνυμα: outwards