outward
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | outward |
συγκριτικός | more outward |
υπερθετικός | most outward |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαoutward (en)
- προς τα έξω, μακριά από το κέντρο ή από ένα συγκεκριμένο σημείο
παραθετικά | |
θετικός | outward |
συγκριτικός | more outward |
υπερθετικός | most outward |
outward (en)