Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

άουτ < αγγλική out (έξω, εκτός)

  Επίρρημα επεξεργασία

άουτ

  • (αθλητισμός) καταδεικνύει πως η μπάλα βγήκε εκτός ορίων και πρέπει να αλλάξει η κατοχή της μπάλας από την ομάδα που έκανε το "out" στην άλλη
η μπάλα βγήκε άουτ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άουτ ουδέτερο

  • το αποτέλεσμα μιας βολής που έστειλε την μπάλα εκτός ορίων
το άουτ οφειλόταν στην βιασύνη του ποδοσφαιριστή

  Μεταφράσεις επεξεργασία