contributif
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- contributif < λατινική contributio
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kɔ̃.tʁi.by.tif/
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | contributif | contributifs |
θηλυκό | contributive | contributives |
contributif (fr)
- (νομικός όρος) σχετικός με μια συνεισφορά