ενασχολούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενασχολούμαι < ελληνιστική κοινή ἐνασχολέομαι / ἐνασχολοῦμαι
Ρήμα
επεξεργασίαενασχολούμαι (αποθετικό ρήμα)
- ασχολούμαι με κάτι, συνήθως σε πνευματικό επίπεδο
Συγγενικά
επεξεργασία- ενασχόληση
- → δείτε τις λέξεις ασχολούμαι, σχολή, σχόλη και έχω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ενασχολούμαι
|