Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

παραθετικά
θετικός interested
συγκριτικός more interested
υπερθετικός most interested

interested (en)

  1. που ενδιαφέρεται, που με ενδιαφέρει
    I’m interested in your story.
    Η ιστορία σου με ενδιαφέρει.
    I’d be interested to know what happened.
    Θα με ενδιέφερε να μάθω το συνέβη.
    Those interested should be notified immediately!
    Να ειδοποιηθούν οι ενδιαφερόμενοι αμέσως!

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

interested (en)

  Πηγές επεξεργασία