interested
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | interested |
συγκριτικός | more interested |
υπερθετικός | most interested |
interested (en)
- που ενδιαφέρεται, που με ενδιαφέρει
- ↪ I am interested in your story.
- Η ιστορία σου με ενδιαφέρει.
- ↪ I’d be interested to know what happened.
- Θα με ενδιέφερε να μάθω το συνέβη.
- ↪ The mayor is not interested in anything.
- Ο δήμαρχος δεν ενδιαφέρεται για τίποτα.
- ↪ Those interested should be notified immediately!
- Να ειδοποιηθούν οι ενδιαφερόμενοι αμέσως!
- ↪ I am interested in your story.
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαinterested (en)