above
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
above (en) (χωρίς παραθετικά)
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) ανωτέρω, κάτι που αναφέρεται ή γράφεται προηγουμένως στην ίδια επιστολή, βιβλίο κτλ.
- ⮡ the above mentioned facts - τα ανωτέρω αναφερθέντα γεγονότα
- ⮡ The committee studiously considered all of the above comments.
- Η επιτροπή μελέτησε επιμελώς όλες τις ανωτέρω παρατηρήσεις.
Επίρρημα
επεξεργασία
above (en) (χωρίς παραθετικά)
- πάνω, παραπάνω, σε ψηλότερο σημείο
- ⮡ You saw only the sky above and the sea below.
- Έβλεπες μόνο τον ουρανό πάνω και τη θάλασσα κάτω.
- ⮡ (Down) below is the workshop and (up) above the house.
- Κάτω είναι το εργαστήριο κι πάνω το σπίτι.
- ⮡ the floor above - ο παραπάνω όροφος
- ⮡ You saw only the sky above and the sea below.
- πάνω, άνω, μεγαλύτερο σε αριθμό, επίπεδο ή ηλικία
- ⮡ from five years old and above - από πέντε χρόνων κι πάνω
- ⮡ Modern Greek for elementary, high school and above - νέα ελληνική για δημοτικό, γυμνάσιο και άνω
- ανωτέρω, παραπάνω, προηγουμένως σε κάτι γραπτό ή τυπωμένο
- ⮡ the Council’s decision that is mentioned above - η απόφαση του Συμβουλίου που αναφέρεται ανωτέρω
- ⮡ It’s mentioned (a little) further above on the same page.
- Αναφέρθηκε (λίγο) παραπάνω στην ίδια σελίδα.
- ψηλά στον ουρανό
- ⮡ He's in a better place now, floating free as the clouds above.
- Είναι σε καλύτερη θέση πλέον, πλέοντας ελεύθερος ψηλά στα σύννεφα.
- ⮡ He's in a better place now, floating free as the clouds above.
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Πρόθεση
επεξεργασία
above (en)
- πάνω από, από πάνω, από, σε υψηλότερο μέρος ή θέση από κάτι ή κάποιον
- ⮡ I’m flying above the earth.
- Πετάω πάνω από τη γη.
- ⮡ His office is located one floor above from mine.
- Το γραφείο του βρίσκεται ένα όροφο από πάνω από το δικό μου.
- ⮡ He is above him in the hierarchy.
- Είναι πάνω από αυτόν στην ιεραρχία.
- ⮡ The skyscraper rises 150 meters above the ground.
- Ο ουρανοξύστης υψώνεται 150 μ. από το έδαφος.
- ≈ συνώνυμα: over
- ⮡ I’m flying above the earth.
- πάνω από, παραπάνω από, περισσότερο από κάτι, μεγαλύτερο σε αριθμό ή ηλικία από κάποιον ή κάτι
- πάνω από, περισσότερο από, έχει μεγαλύτερη σημασία ή υψηλότερη ποιότητα από κάποιον ή κάτι
- υπεράνω, πέραν, είμαι πολύ καλός ή πολύ ειλικρινής για να κάνω κάτι κακό
- ⮡ I am above suspicion.
- Υπεράνω (πάσης) υποψίας.
- ⮡ I am above suspicion.
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
above στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές
επεξεργασία
- above (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- above (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- the above (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- above (preposition) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 315, 661, 690. ISBN 9780194325684., λήμμα: (ε)πάνω, παραπάνω, περισσότερος