Ετυμολογία

επεξεργασία

above < μέση αγγλική above, aboven, abuven < αγγλοσαξονική abufan, onbufan < a + bufan < bi + ufan

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /əˈbʌv/
 

  Επίθετο

επεξεργασία

above (en) (χωρίς παραθετικά)

  • (μόνο πριν από το ουσιαστικό) ανωτέρω, κάτι που αναφέρεται ή γράφεται προηγουμένως στην ίδια επιστολή, βιβλίο κτλ.
    ⮡  the above mentioned facts - τα ανωτέρω αναφερθέντα γεγονότα
    ⮡  The committee studiously considered all of the above comments.
    Η επιτροπή μελέτησε επιμελώς όλες τις ανωτέρω παρατηρήσεις.

  Επίρρημα

επεξεργασία

above (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. παραπάνω, σε ψηλότερο σημείο
    ⮡  the floor above - ο παραπάνω όροφος
  2. πάνω, ψηλά στον ουρανό
    ⮡  He's in a better place now, floating free as the clouds above.
    Είναι σε καλύτερη θέση πλέον, πλέοντας ελεύθερος ψηλά στα σύννεφα.
  3. ανωτέρω, παραπάνω, προηγουμένως σε κάτι γραπτό ή τυπωμένο
    ⮡  the Council’s decision that is mentioned above - η απόφαση του Συµβουλίου που αναφέρεται ανωτέρω
    ⮡  above on the same page - παραπάνω στην ίδια σελίδα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

above (en) (μη μετρήσιμο)

  • (με the) τα ανωτέρω, το πρόσωπο ή το πράγμα που αναφέρεται προηγουμένως σε μια επιστολή, βιβλίο κτλ.
    ⮡  taking into account the above - λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω

  Πρόθεση

επεξεργασία

above (en)

  1. πάνω από, από πάνω, από, σε υψηλότερο μέρος ή θέση από κάτι ή κάποιον
    ⮡  I’m flying above the earth.
    Πετάω πάνω από τη γη.
    ⮡  His office is located one floor above from mine.
    Το γραφείο του βρίσκεται ένα όροφο από πάνω από το δικό μου.
    ⮡  He is above him in the hierarchy.
    Είναι πάνω από αυτόν στην ιεραρχία.
    ⮡  The skyscraper rises 150 meters above the ground.
    Ο ουρανοξύστης υψώνεται 150 μ. από το έδαφος.
     συνώνυμα: over
  2. πάνω από, παραπάνω από, περισσότερο από κάτι, μεγαλύτερο σε αριθμό ή ηλικία από κάποιον ή κάτι
    ⮡  way above average - πολύ πάνω από το μέσο όρο
    ⮡  It weighs above ten tons.
    Ζυγίζει πάνω από/παραπάνω από δέκα τόννους.
     συνώνυμα: over
  3. πάνω από, περισσότερο από, έχει μεγαλύτερη σημασία ή υψηλότερη ποιότητα από κάποιον ή κάτι
    ⮡  love/freedom above all - πάνω από όλα η αγάπη/η ελευθερία
    ⮡  He doesn’t put anyone above his family.
    Δε βάζει κανέναν πάνω από την οικογένειά του.
    ⮡  I love him above all else.
    Τον αγαπώ περισσότερο από απ' όλους.
     συνώνυμα: over, more than
  4. υπεράνω, πέραν, είμαι πολύ καλός ή πολύ ειλικρινής για να κάνω κάτι κακό
    ⮡  I am above suspicion.
    Υπεράνω (πάσης) υποψίας.

Εκφράσεις

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • above στην αγγλική Βικιπαίδεια