above
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαabove < μέση αγγλική above, aboven, abuven < αγγλοσαξονική abufan, onbufan < a + bufan < bi + ufan
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαabove (en) (χωρίς παραθετικά)
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) ανωτέρω, κάτι που αναφέρεται ή γράφεται προηγουμένως στην ίδια επιστολή, βιβλίο κτλ.
- ⮡ the above mentioned facts - τα ανωτέρω αναφερθέντα γεγονότα
- ⮡ The committee studiously considered all of the above comments.
- Η επιτροπή μελέτησε επιμελώς όλες τις ανωτέρω παρατηρήσεις.
Επίρρημα
επεξεργασίαabove (en) (χωρίς παραθετικά)
- παραπάνω, σε ψηλότερο σημείο
- ⮡ the floor above - ο παραπάνω όροφος
- πάνω, ψηλά στον ουρανό
- ⮡ He's in a better place now, floating free as the clouds above.
- Είναι σε καλύτερη θέση πλέον, πλέοντας ελεύθερος ψηλά στα σύννεφα.
- ⮡ He's in a better place now, floating free as the clouds above.
- ανωτέρω, παραπάνω, προηγουμένως σε κάτι γραπτό ή τυπωμένο
- ⮡ the Council’s decision that is mentioned above - η απόφαση του Συµβουλίου που αναφέρεται ανωτέρω
- ⮡ above on the same page - παραπάνω στην ίδια σελίδα
Ουσιαστικό
επεξεργασία- (με the) τα ανωτέρω, το πρόσωπο ή το πράγμα που αναφέρεται προηγουμένως σε μια επιστολή, βιβλίο κτλ.
- ⮡ taking into account the above - λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω
Πρόθεση
επεξεργασίαabove (en)
- πάνω από, από πάνω, από, σε υψηλότερο μέρος ή θέση από κάτι ή κάποιον
- ⮡ I’m flying above the earth.
- Πετάω πάνω από τη γη.
- ⮡ His office is located one floor above from mine.
- Το γραφείο του βρίσκεται ένα όροφο από πάνω από το δικό μου.
- ⮡ He is above him in the hierarchy.
- Είναι πάνω από αυτόν στην ιεραρχία.
- ⮡ The skyscraper rises 150 meters above the ground.
- Ο ουρανοξύστης υψώνεται 150 μ. από το έδαφος.
- ≈ συνώνυμα: over
- ⮡ I’m flying above the earth.
- πάνω από, παραπάνω από, περισσότερο από κάτι, μεγαλύτερο σε αριθμό ή ηλικία από κάποιον ή κάτι
- πάνω από, περισσότερο από, έχει μεγαλύτερη σημασία ή υψηλότερη ποιότητα από κάποιον ή κάτι
- υπεράνω, πέραν, είμαι πολύ καλός ή πολύ ειλικρινής για να κάνω κάτι κακό
- ⮡ I am above suspicion.
- Υπεράνω (πάσης) υποψίας.
- ⮡ I am above suspicion.
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- above στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές
επεξεργασία- above (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- above (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- the above (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- above (preposition) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 315, 661, 690. ISBN 9780194325684., λήμμα: (ε)πάνω, παραπάνω, περισσότερος