υπεράνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπεράνω < αρχαία ελληνική ὑπεράνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.peˈɾa.no/
Επίρρημα
επεξεργασίαυπεράνω
Εκφράσεις
επεξεργασία- υπεράνω πάσης υποψίας: που εξαιτίας της θέσης και της συμπεριφοράς του δεν τον υποψιαζόμαστε για αξιόποινη πράξη
- υπεράνω χρημάτων: που δεν τον ενδιαφέρουν τα χρήματα