ενικός         πληθυντικός  
repository repositories

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

repository (en)

  1. η τοποθεσία για αποθήκευση, ο θησαυρός
    ⮡  he is a repository of information - είναι θησαυρός πληροφοριών
     συνώνυμα: mine, storehouse
  2. (πληροφορική) αποθετήριο (πηγαίου κώδικα και δεδομένων ή γενικότερα πληροφοριών)
    συντομογραφία: repo

Δείτε επίσης

επεξεργασία