check out
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | check out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | checks out |
αόριστος | checked out |
παθητική μετοχή | checked out |
ενεργητική μετοχή | checking out |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
check out (en)
- (μεταβατικό), (πληροφορική) κάνω λήψη (download) πηγαίο κώδικα (source code) από αποθετήριο (repository)