check out
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | check out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | checks out |
αόριστος | checked out |
παθητική μετοχή | checked out |
ενεργητική μετοχή | checking out |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαcheck out (en)
- (αμετάβατο) κάτι αποδεικνύεται αλήθεια μετά από εξέταση
- ⮡ What he said didn’t check out (=What he said was not true).
- Αυτά που είπε δεν ήταν αλήθεια.
- ⮡ What he said didn’t check out (=What he said was not true).
- (αμετάβατο) πληρώνω το λογαριασμό σε ένα ξενοδοχείο ή ένα σουπερμάρκετ και αναχωρώ
- (μεταβατικό) ελέγχω, ανακαλύπτω αν κάτι είναι σωστό ή αν κάποιος είναι δεκτός
- ⮡ I am checking out their story.
- Ελέγχω την ιστορία τους.
- ⮡ I am checking out their story.
- (ανεπίσημο) εξετάζω, κοιτάζω ένα άτομο ή ένα πράγμα
- ⮡ I’m going to the doctor to get checked out, because I’m not feeling well.
- Θα πάω στο γιατρό να με εξετάσει, γιατί δεν αισθάνομαι καλά. αλήθεια
- ⮡ She checked herself out in the mirror.
- Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη.
- ⮡ I’m going to the doctor to get checked out, because I’m not feeling well.
- (μεταβατικό, πληροφορική) κάνω λήψη (download) πηγαίο κώδικα (source code) από αποθετήριο (repository)