ενεστώτας check out
γ΄ ενικό ενεστώτα checks out
αόριστος checked out
παθητική μετοχή checked out
ενεργητική μετοχή checking out

  Ετυμολογία

επεξεργασία
check out < → δείτε τις λέξεις check και out

check out (en)

  1. (αμετάβατο) κάτι αποδεικνύεται αλήθεια μετά από εξέταση
    ⮡  What he said didn’t check out (=What he said was not true).
    Αυτά που είπε δεν ήταν αλήθεια.
  2. (αμετάβατο) πληρώνω το λογαριασμό σε ένα ξενοδοχείο ή ένα σουπερμάρκετ και αναχωρώ
  3. (μεταβατικό) ελέγχω, ανακαλύπτω αν κάτι είναι σωστό ή αν κάποιος είναι δεκτός
    ⮡  I am checking out their story.
    Ελέγχω την ιστορία τους.
  4. (ανεπίσημο) εξετάζω, κοιτάζω ένα άτομο ή ένα πράγμα
    ⮡  I’m going to the doctor to get checked out, because I’m not feeling well.
    Θα πάω στο γιατρό να με εξετάσει, γιατί δεν αισθάνομαι καλά. αλήθεια
    ⮡  She checked herself out in the mirror.
    Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη.
  5. (μεταβατικό, πληροφορική) κάνω λήψη (download) πηγαίο κώδικα (source code) από αποθετήριο (repository)