Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποθετήριο τα αποθετήρια
      γενική του αποθετήριου
αποθετηρίου
των αποθετήριων
αποθετηρίων
    αιτιατική το αποθετήριο τα αποθετήρια
     κλητική αποθετήριο αποθετήρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποθετήριο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αποθετήριος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποθετήριο ουδέτερο

  1. μέρος όπου αποτίθενται ή φυλάγονται διάφορα πράγματα σε υλική ή άυλη μορφή
    Στα ηλεκτρονικά αποθετήρια που αναπτύσσει το ΕΚΤ περιλαμβάνονται εκατομμύρια ηλεκτρονικές σελίδες με υλικό από όλες τις επιστήμες. Επιλέξτε το αποθετήριο που σας ενδιαφέρει και αποκτήστε ελεύθερη πρόσβαση σε πλούσιο αρχείο ερευνητικών δεδομένων και μεταδεδομένων, διδακτορικές διατριβές, βιβλία, μελέτες, επιστημονικές δημοσιεύσεις, εκπαιδευτικό υλικό, ανοικτό λογισμικό και οπτικοακουστικές εφαρμογές. (*)
  2. (πληροφορική) θέση αποθήκευσης για αρχεία, συνήθως σε δίκτυο (πχ. διαδίκτυο), τα πακέτα λογισμικού με δυνατότητα λήψης, όπως και τα αρχεία σε ένα σύστημα ελέγχου εκδόσεων (VCS)
    → δείτε τη λέξη check out

  Μεταφράσεις επεξεργασία