αποθετήριος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποθετήριος < αρχαία ελληνική ἀπόθετος + -τήριος < ἀποτίθεμαι < τίθεμαι
Επίθετο
επεξεργασίααποθετήριος
Συγγενικά
επεξεργασία- αποθετήριο
- → δείτε τις λέξεις αποθέτω και θέτω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποθετήριος
|