storehouse
ενικός | πληθυντικός |
storehouse | storehouses |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαstorehouse (en)
- τοποθεσία για την αποθήκευση προϊόντων
- (μεταφορικά) ο θησαυρός
- ⮡ He is a storehouse of information.
- Είναι θησαυρός πληροφοριών.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη repository
- ⮡ He is a storehouse of information.